ἀδρανεῖ

ἀδρανεῖ
ἀδρανέω
to be weak
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀδρανέω
to be weak
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀδρανής
impotent
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀδρανής
impotent
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακατάργητος — η, ο (Α ἀκατάργητος, ον) [καταργῶ] αυτός που δεν έχει καταργηθεί ή δεν μπορεί να καταργηθεί αρχ. εκείνος που δεν αδρανεί ποτέ, ο ακάματος …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση πολιορκίας — Ιδιαίτερο καθεστώς, το οποίο επιβάλλουν καταστάσεις έκτακτες και επικίνδυνες για την ασφάλεια και την ειρήνη ή γενικότερα για την κοινωνική και οικονομική ισορροπία της χώρας. Οι τυπικοί και ουσιαστικοί όροι καθορίζονται από το Σύνταγμα και τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”